συναγωγεύς

συναγωγεύς
-έως, ὁ, ΜΑ
1. αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει
2. συνωμότης
αρχ.
1. αυτός που συγκαλεί συνέδριο
2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ ἔρως ἔμφυτος ἀλλήλων τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεύς», Πλάτ.)
3. αυτός που βοηθά στη σύναψη αθέμιτου δεσμού ή ο προξενητής
4. στον πληθ. οἱ συναγωγέες
οι συσταλτικοί μύες τού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναγωγός / συναγωγή + επίθημα -εύς (πρβλ. παραγωγ-εύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συναγωγεύς — one who brings together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναγωγεύς — συναγωγεύς , συναγωγεύς one who brings together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγεῖς — συναγωγεύς one who brings together masc acc pl συναγωγεύς one who brings together masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγῆς — συναγωγεύς one who brings together masc nom pl συναγωγεύς one who brings together masc nom/voc pl συναγωγή a bringing together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγῆι — συναγωγεύς one who brings together masc dat sg (epic ionic) συναγωγῇ , συναγωγή a bringing together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναγωγῆς — συναγωγῆς , συναγωγεύς one who brings together masc nom pl συναγωγῆς , συναγωγεύς one who brings together masc nom/voc pl συναγωγῆς , συναγωγή a bringing together fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναγωγῇ — συναγωγῆι , συναγωγεύς one who brings together masc dat sg (epic ionic) συναγωγῇ , συναγωγή a bringing together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυναγωγέας — συναγωγέᾱς , συναγωγεύς one who brings together masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγῇ — συναγωγῆι , συναγωγεύς one who brings together masc dat sg (epic ionic) συναγωγή a bringing together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγέα — συναγωγέᾱ , συναγωγεύς one who brings together masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”